- Ράνσιμαν
- (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου (1938-39). Στο Ρ. ανατέθηκαν εξάλλου οι διαπραγματεύσεις που αποσκοπούσαν στην επίλυση του ζητήματος των γερμανικών διεκδικήσεων σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. 2. Στίβεν. Ιστορικός και βυζαντινολόγος (1903 – 1980). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου και υπηρέτησε ως μέλος (fellow) της διοίκησης του Κολεγίου της Αγίας Τριάδας (1927-38). Διορίστηκε κατόπιν σε διάφορες διπλωματικές και ακαδημαϊκές θέσεις: ακόλουθος τύπου στη βρετανική πρεσβεία στη Σόφια και στο Κάιρο, καθηγητής της βυζαντινής ιστορίας και τέχνης στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης (1942-45), αντιπρόσωπος του Βρετανικού Συμβούλιου στην Αθήνα (1945-47), καθηγητής στο κολέγιο Μόντλιν της Οξφόρδης και στο πανεπιστήμιο του Σεντ Άντριους. Το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού του έργου αναφέρεται στις σχέσεις του Βυζάντιου με τους γειτονικούς του λαούς και με τη Δύση και στις συγκρούσεις των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης με τον ισλαμικό κόσμο: Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός ο Λεκαπηνός (1929), Ιστορία της πρώτης βουλγαρικής αυτοκρατορίας (1930), Βυζαντινός πολιτισμός (1933), που μεταφράστηκε και στα ελληνικά, Ιστορία των Σταυροφοριών (τρεις τόμοι 1951-1954), Το Ανατολικό Σχίσμα (1955), Σικελικός Εσπερινός (1958), Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1965), Η Μεγάλη Εκκλησία σε αιχμαλωσία (1968), που αναφέρεται στην ιστορία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης από τον 13o έως τις αρχές του 19ου αι. Στα μεγάλα αυτά συνθετικά έργα η κριτική δύναμη και η επιστημοσύνη του συγγραφέα είναι εφάμιλλη της γλαφυρότητας του ύφους του.
Dictionary of Greek. 2013.